-
1 ένωση
[эноси] ουσ. в. союз, объединениеΛεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > ένωση
-
2 союз
союз м 1) η ένωση· η συμμαχία (единство)· в \союзе с... σε συμμαχία με...· заключить \союз συνάπτω συμμαχία 2) (государственное объединение) η ένωση; Советский Союз η Σοβιετική Ένωση 3) (общественная организация) η ένωση, η οργάνωση; профессиональный союз· το επαγγελματικό σωματείο, το συνδικάτο; \союз журналистов η ένωση δημοσιογράφων 4) гром. о σύνδεσμος* * *м1) η ένωση; η συμμαχία ( единство)в сою́зе... — σε συμμαχία με…
заключи́ть сою́з — συνάπτω συμμαχία
2) ( общественная организация) η ένωση, η οργάνωσηпрофессиона́льный сою́з — το επαγγελματικό σωματείο, το συνδικάτο
сою́з журнали́стов — η ένωση δημοσιογράφων
3) грам. ο σύνδεσμος -
3 союз
союз Iм1. (единение) ἡ συμμαχία, ἡ ἔνωση:\союз рабочих и крестьян ἡ συμμαχία τών ἐργατών καί ἀγροτών в \союзе σέ συμμαχία, ἐν συμμαχία·2. (государственное объединение) ἡ "Ενωση [-ις]:Союз Советских Социалистических Республик ἡ "Ενωση τών Σοβιετικών Σοσιαλιστικών Δημοκρατιών3. (организация) ἕνωση [-ις]:профессиональный \союз ἡ ἐπαγγελματική ἔνωση, τό συνδικάτο· Всесоюзный Ленинский Коммунистический Союз Молодежи ἡ Πανενωσιακή Λενινιστική Κομμουνιστική "Ενωση Νεολαίας.союз IIграм. ὁ σύνδεσμος. -
4 союз
-а α.1. ένωση•братский союз народов η αδερφική ένωση των λαών•
советский союз Σοβιετική Ένωση.
|| συμμαχία•союз рабочих и крестьян συμμαχία εργατιάς και αγροτιάς•
священный союз Ιερή Συμμαχία•
военный союз στρατιωτική συμμαχία.
|| δεσμός•родственный συγγενικός δεσμός.
2. (για οργανώσεις) ένωση•профессиональный союз επαγγελματική ένωση•
союз писателей ένωση (σύλλογος) συγγραφέων.
3. (γραμμ.) ο σύνδεσμος. -
5 объединение
объединение с 1) (действие) η ενοποίηση, η ένωση, η συνένωση 2) (союз, организация) ο σύνδεσμος, η ένωση· ο όμιλος (группа)* * *с1) ( действие) η ενοποίηση, η ένωση, η συνένωση2) (союз, организация) ο σύνδεσμος, η ένωση ο όμιλος ( группа) -
6 объединение
-я ουδ.1. ένωση, συνένωση, σύνδεση• ενοποίηση.2. σύλλογος• ένωση• όμιλος•литературное объединение ένωση λογοτεχνών•
объединение писателей ένωση συγγραφέων.
-
7 объединение
1. тех. το συγκρότημα 2. (действие) η ένωση, η συνένωση ^(организация) η ένωση, ο σύλλογος, ο όμιλος, η κοινοπραξία 4. мат. η ένωση - множеств - των συνόλων.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > объединение
-
8 замок
1. (устройство для запирания чего-л.) η κλειδαριάвисячий - κρεμαστή -, το λουκέτο (ξεν)дверной - της θύρας/πόρτας2. (соединение деревянных конструкций) η ένωση (στις ξύλινες κατασκευές)поперечный внакладку - (дер - об.) εγκάρσια -3. арх. (замковый камень) η κλείς του θόλου 4. (в металлических соединениях) η ένωσηбайонетный - τύπου μπαγιονέτ/μάχαιρα/ξιφολόγχηштыковой - см. байонетныйРусско-греческий словарь научных и технических терминов > замок
-
9 лига
1. (общественно-политическое объединение) η ένωση, ο συνασπισμός 2. муз. η ένωση.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > лига
-
10 развилка
1. (соединение) η δυσχιδής ένωση 2. (труба) η ένωση σωλήνων σχήματος V 3. (кабельная) η διακλάδωση 4. (дорог) η διακλάδωση του δρόμουразг. η διχάλαРусско-греческий словарь научных и технических терминов > развилка
-
11 смычка
1. (действие) η σύνδεση, η ένωση 2. (место, где что-л. смыкается) το σημείο ένωσης/σύνδεσης 3. (якорной цепи) το άμμα της αλυσίδας 4. лингв. η ένωσητο φράγμαРусско-греческий словарь научных и технических терминов > смычка
-
12 соединение
1. (деталей болтами, сваркой, клёпкой и т.п.) η ένωση, η σύνδεσηвильчатое - мех. о διχαλωτός σύνδεσμοςзаклёпочное - η (καθ)ηλωτή σύνδεση, η ηλοσύνδεση-- заклёпочное однорядное{}двухрядное{}{}трёхрядное{} η ηλοσύνδεση απλής/ διπλής/τριπλής σειράς- заклёпочное шахматное - διά ήλων κατά διαγωνίων, разг. - με σειρά ζιγκ-ζάγκнеразъёмное - η μη λυόμενη/σταθερή σύνδεσηразъёмное - η λυόμενη/εξαρμόσιμη σύνδεσηстыковое - см. - встык телескопическое - τηλεσκοπική -штыковое - ο λογχοειδής αρμός, ο στυλι-δωτός σύνδεσμος2. (эл., рад.) η σύνδεσηпараллельное - эл. παράλληλη -последовательное эл. - εν σειράсмешанное - эл. μ(ε)ικτή -3. хим. η ένωσηлетучее - πτητική -, ευεξάτμιστη -предельное - см. насыщенное -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > соединение
-
13 тройник
1. (труб) η ένωση με τρεις κλάδουςη ένωση Τ(ταυ)2. (волноводный) η διακλάδωση, το Τ(ταυ).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > тройник
-
14 единение
-
15 советский
советский σοβιετικός; Советский Союз η Σοβιετική Ένωση; \советскийая власть η σοβιετική εξουσία* * *Сове́тский Сою́з — η Σοβιετική Ένωση
сове́тская власть — η σοβιετική εξουσία
-
16 объединение
объединениес1. (действие) ἡ ἕνωση [-ις]. ἡ συνένωση [-ις], ἡ ἐνοποίηση [-ις]·2. (организация, союз) ἡ ἕνωση [-ις], ὁ σύλλογος, ὁ ὀμιλος:\объединение юристов ὁ σύλλογος δικηγόρων· литературное \объединение ὁ φιλολογικός ὀμιλος. -
17 соединение
соединени||ес1. (действие) ἡ ἔνωση[-ις]> ἡ συνένωση [-ις]/ ἡ σύνδεση [-ις]:место \соединениея τό σημεῖο[ν] ἐνώσεως·2. хим. ἡ ἔνωση [-ις]·3. воен. ὁ σχηματισμός:танковое \соединение ὁ σχηματισμός ἀρμάτων μάχης, ὁ σχηματισμός τάνκς. -
18 уния
унияж ἡ ἔνωση [-ις]:церковная \уния ἡ ἐκκλησιαστική ἔνωση. -
19 единение
-я ουδ.ένωση, ενότητα•в -и сила η ένωση κάνει τη δύναμη.
-
20 комбинат
-а α.κομπινάτ, συγκρότημα εργοστασίων•химический комбинат χημικό συγκρότημα•
мясомолочный комбинат συγκρότημα σφαγείων και γαλακτερών.
|| ένωση (για εκπαιδ. τεχνικά ιδρύματα)•учебный комбинат ένωση εκπαιδευτικών τεχνικών ιδρ υ μάτων.
См. также в других словарях:
ένωση — η (AM ἕνωσις) η ενέργεια τού ενώνω, η σύνδεση ή συγχώνευση τμημάτων σε ένα, σύζευξη νεοελλ. 1. συνεργασία («η ισχύς εν τη ενώσει») 2. οργάνωση συνεργασίας προσώπων, σωματείων, επιχειρήσεων, κρατών («ένωση υπαλλήλων», «Ένωση Σοβιετικών… … Dictionary of Greek
ένωση — η 1. συνένωση, συγχώνευση σε ένα, μείξη, σύνδεση, σύζευξη. 2. οργάνωση συνεργασίας προσώπων, σωματείων, επιχειρήσεων, κρατών: Ένωση εμποροϋπαλλήλων. 3. πολιτική πράξη εκούσιας υπαγωγής αυτόνομης χώρας στην κεντρική εξουσία ομοεθνούς κράτους: Η… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ένωση, χημική — Ουσία με καθορισμένη σύσταση, η οποία παράγεται αν αντιδράσουν μεταξύ τους δύο ή περισσότερα στοιχεία. Αντίθετα από τα μείγματα, στις ενώσεις τα συστατικά στοιχεία χάνουν την ατομικότητά τους, δηλαδή η ένωση έχει χημικές και φυσικές ιδιότητες… … Dictionary of Greek
Ένωση Σοβιετικών Σοσιαλιστικών Δημοκρατιών — (ΕΣΣΔ). Βλ. λ. Σοβιετική Ένωση … Dictionary of Greek
ἑνώσῃ — ἑνώσηι , ἕνωσις combination into one fem dat sg (epic) ἑνόω make one aor subj mid 2nd sg ἑνόω make one aor subj act 3rd sg ἑνόω make one fut ind mid 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Σοβιετική Ένωση Ιστορία — Η ιστορία του σοβιετικού κράτους αρχίζει με τη «μεγάλη οκτωβριανή επανάσταση», όπως πέρασε ήδη στην παγκόσμια ιστορία το εγχείρημα που κορυφώθηκε στα τέλη Οκτωβρίου του 1917 και έθεσε τις βάσεις για την ίδρυση του σοβιετικού κράτους και το… … Dictionary of Greek
Ευρωπαϊκή Ένωση — (ΕΕ).Ευρωπαϊκός υπερεθνικός οργανισμός. Στόχος του είναι η οικονομική ολοκλήρωση και η πολιτική συνεργασία των μελών του. Αποτελεί το διάδοχο σχήμα της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, που η ιστορία της ξεκινά με την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας… … Dictionary of Greek
Ελλάδα και Ευρωπαϊκή Ένωση — ΟΙ ΣΧΕΣΕΙΣ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ ΜΕ ΤΗΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΚΟΙΝΟΤΗΤΑ/ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΝΩΣΗ Η αφετηρία Η δημιουργία της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας το Μάρτιο του 1957, ύστερα από την υπογραφή της σχετικής συνθήκης στη Ρώμη από τη Γαλλία, την Ομοσπονδιακή… … Dictionary of Greek
Δυτικοευρωπαϊκή Ένωση — (συντομ. ΔΕΕ, διεθν.Western European Union). Διεθνής οργανισμός με έδρα τις Βρυξέλλες και με σκοπό την αμυντική συνεργασία αρχικά της δυτικής και στη συνέχεια ολόκληρης της Ευρώπης. Περιλαμβάνει 10 πλήρη μέλη (Βέλγιο, Λουξεμβούργο, Γαλλία,… … Dictionary of Greek
Ευαγγελική Ένωση — I (Evangelical Alliance). Εταιρεία που ιδρύθηκε στο Λονδίνο στα μέσα του 19ου αι., από προτεστάντες διάφορων θρησκευτικών προελεύσεων. Η βασική διδασκαλία της αποτελείται από εννέα σημεία, δύο από τα οποία (το δεύτερο αναγγέλλει το δικαίωμα και… … Dictionary of Greek
επαγγελματική ένωση ή οργάνωση — Σωματείο, του οποίου τα μέλη ασκούν ένα ελεύθερο επάγγελμα και το οποίο έχει σκοπό την προάσπιση των κοινών συμφερόντων καθώς και την επαγγελματική πειθαρχία και το ήθος των μελών του. Οι ε.ε. παρουσιάζουν μερικές αναλογίες με τα συνδικάτα που… … Dictionary of Greek